- προ-κατα-φέρομαι
προ-κατα-φέρομαι (s. φέρω), pass., vorher niedersinken, Arist. probl. 12, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κατα-φέρομαι (s. φέρω), pass., vorher niedersinken, Arist. probl. 12, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek