χείλωμα

χείλωμα

χείλωμα, τό, = χεῖλος, zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χείλωμα — ώματος, το, ΝΑ το άκρο επιφάνειας ή αντικειμένου, που μοιάζει με χείλος και προεξέχει νεοελλ. τεχνολ. το διαμορφωμένο περίζωμα τών χειλέων μεταλλίου ή νομίσματος αρχ. κιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλεύρ ωμα: πλευρά)] …   Dictionary of Greek

  • χειλώμασιν — χείλωμα lip neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειλωμάτιον — τὸ, Α [χείλωμα, ώματος] υποκορ. τού χείλωμα …   Dictionary of Greek

  • χίλωμα — και χείλωμα, ώματος, τὸ, ΜΑ [χιλῶ] τροφή τών ζώων, ζωοτροφή …   Dictionary of Greek

  • χείλωση — η, Ν [χείλωμα] τεχνολ. κατεργασία διαμόρφωσης τού χειλώματος, τού περιζώματος τών χειλέων ενός αντικειμένου και, ειδικότερα, μεταλλίου ή νομίσματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”