- χείμετλον
χείμετλον, τό (χεῖμα), Frostbeule, Frostschaden, bes. an den Füßen, Sp. S. auch χίμετλον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χείμετλον, τό (χεῖμα), Frostbeule, Frostschaden, bes. an den Füßen, Sp. S. auch χίμετλον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χίμετλο — και χείμετλο, το / χίμετλον, ΝΜΑ, και χείμεθλον Μ, και χείμετλον και χίμεθλον Α συν. στον πληθ. τα χίμετλα και χείμετλα ιατρ. δερματοπάθεια οφειλόμενη στην τοπική δράση τού ψύχους επί τού δέρματος, που εμφανίζεται την ψυχρή περίοδο τού χρόνου,… … Dictionary of Greek
χείμετλο — τὸ / χείμετλον, ΝΑ βλ. χίμετλο … Dictionary of Greek