- χείρ-ακρα
χείρ-ακρα, τά, die Spitzen der Hände, Polemo physiogn. 2, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χείρ-ακρα, τά, die Spitzen der Hände, Polemo physiogn. 2, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χείρακρα — τὰ, Α τα άκρα τών χεριών από τον καρπό και κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἄκρα, πληθ. τού ἄκρον (πρβλ. ἄκρα χειρῶν)] … Dictionary of Greek
ακρόχειρ — ἀκρόχειρ ( χειρος), ο (Α) 1. το μέρος τού χεριού από τον καρπό και κάτω 2. ο «ανδροφόνος» (Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χείρ μεταγενέστερη λ. αντί τού ἄκρα χείρ, πρβλ. και ἀκρόπους] … Dictionary of Greek
ακροχερσίτης — ἀκροχερσίτης, ο (Α) αυτός που πιάνει κάποιον από τα άκρα τών χεριών και συνθλίβει τα δάχτυλα του παρατσούκλι παλαιστή που έσπασε τα δάχτυλα τού αντιπάλου του (Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χείρ] … Dictionary of Greek
περιχειρίδα — η, Ν 1. το γύρω από τα άκρα τών χεριών μέρος τής ενδυμασίας ή τής πανοπλίας 2. το μανσόν της γυναικείας χειμερινής ενδυμασίας 3. το γάντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χείρ, χειρός + επίθημα ίδα, απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. manchon. Η λ.… … Dictionary of Greek
τετράχειρος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερα χέρια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράχειρα παλαιότερος χαρακτηρισμός πιθήκων επειδή χρησιμοποιούν και τα τέσσερα άκρα ως χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χειρος (< χείρ, χειρός «χέρι»), πρβλ. δί χειρος] … Dictionary of Greek
χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… … Dictionary of Greek