χελῡνάζω

χελῡνάζω

χελῡνάζω, auch σχελυνάζω, = χλευάζω, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χελυνάζω — και σχελυνάζω Α (κατά τον Ησύχ.) «φλυαρῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χελυνάζειν χλευάζειν και σχελυνάζει φλυαρεῖ και ἐσχελύνασεν ἐφλυάρησεν πρέπει μάλλον να θεωρηθούν ως μετονοματικά παράγωγα τού χελύνη (Ι) «χείλος», παρά να συνδεθούν… …   Dictionary of Greek

  • χελυνάζειν — χελυνάζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλεύη — η, ΝΜΑ χλευασμός, εμπαιγμός (α. «έγινε αντικείμενο χλεύης» β. «οὐ θαύματος ἀλλά χλεύης καὶ γέλωτος ἄξια», Ηρωδιαν.) μσν. απάτη («διὰ χλεύης τινὸς ἐπορνεύθη», Μαλάλ. Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. χλεύη θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα …   Dictionary of Greek

  • χελυνῶν — χελῡνῶν , χελύνη lip fem gen pl χελυνάζω fut part act masc voc sg χελυνάζω fut part act neut nom/voc/acc sg χελυνάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχελυνάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. χελυνάζω …   Dictionary of Greek

  • ἐσχελύνασεν — εἰσ χελυνάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”