- χελῑδονιδεύς
χελῑδονιδεύς, έως, ὁ, junge Schwalbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χελῑδονιδεύς, έως, ὁ, junge Schwalbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χελιδονιδεύς — έως, ὁ, Μ χελιδονάκι, μικρό χελιδόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, όνος + επίθημα ιδεύς, που απαντά σε ονόματα νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
χελιδονιδεῖς — χελιδονιδεύς young swallow masc acc pl χελιδονιδεύς young swallow masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελιδονιδῆ — χελιδονιδεύς young swallow masc nom/voc/acc dual χελιδονιδεύς young swallow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)