χελῑδόνιον

χελῑδόνιον

χελῑδόνιον, τό, Schwalbenkraut, Schillkraut, Diosc. und Theophr.; von dem die Alten zwei Arten unterschieden, γλαυκόν od. κυάνεον, Theocr. 13, 41, chelidonium majus, u. χλωρόν, Pollian. 1 (XI, 1301, vielleicht ranunculus ficaria.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χελιδόνιον — χελῑδόνιον , χελιδόνιον celandine neut nom/voc/acc sg χελῑδόνιον , χελιδόνιος of the swallow masc acc sg χελῑδόνιον , χελιδόνιος of the swallow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδόνιος — και χελιδόνειος, ον, θηλ. και ία, Α [χελιδών, όνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χελιδόνι (α. «χελιδόνιον τεῑχος» τείχος χτισμένο από χελιδόνια, Θράσυλλ. β. «χελιδόνιον μέλος» το τραγούδι τού χελιδονιού, λεξ. Σούδα) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ… …   Dictionary of Greek

  • ЛИКИЯ —    • Lycia,          Λυκία, область и полуостров на южном берегу Малой Азии; отделялась на севере горою Тавром от Фригии и Писидии; на севере и северо востоке горою Ζόλυμα (с проходом Κλι̃μαξ) от Памфилии, на западе горою Δαίδαλοι и рекою… …   Реальный словарь классических древностей

  • celidonia — (Del lat. chelidonia < gr. khelidonion, semejante a la golondrina.) ► sustantivo femenino BOTÁNICA Planta papaverácea común cerca de los muros, de látex anaranjado y flores amarillas. (Chelidonium majus.) * * * celidonia (del lat. tardío… …   Enciclopedia Universal

  • οθόννα — η (ΑΜ ὀθόννα, Α και ὀθόνα) νεοελλ. βοτ. λόγια ονομασία γένους ποωδών φυτών ή θάμνων με φύλλα σαρκώδη ή μεμβρανώδη κατ εναλλαγήν μσν. είδος αιγυπτιακού λίθου αρχ. 1. (κατά τον Διοσκ.) το φυτό χελιδόνιον το μέγα 2. ο χυμός τού παραπάνω φυτού 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • παιωνία — I Δικοτυλήδονο φυτό (παιωνία η φαρμακευτική) της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Bρίσκεται αυτοφυές σε πολλές δασώδεις, ορεινές και ημιορεινές περιοχές της Ελλάδας· ανθίζει από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο. Είναι εντυπωσιακό φυτό, ποώδες,… …   Dictionary of Greek

  • πανδίος — ον, θηλ. και πανδῑα, Α 1. ο εντελώς θεϊκός, ο θειότατος 2. το θηλ. προσωνυμία τής σελήνης 3. φρ. «πανδῑος ρίζα» το φυτό χελιδόνιον το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δῖος»θεϊκός»] …   Dictionary of Greek

  • τεττιγόνιον — τὸ, Α είδος μικρού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + υποκορ. κατάλ. όνιον κατά τα ἀηδόνιον, χελιδόνιον] …   Dictionary of Greek

  • χελιδονίνη — η, Ν χημ. αλκαλοειδές τού φυτού χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chelidonine < χελιδόνιον + κατάλ. ίνη τής χημ. ορολογίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • χελιδονικός — ή, ό, Ν φρ. «χελιδονικό οξύ» λευκή κρυσταλλική ουσία που περιέχεται στον χυμό τού βλαστού τού φυτού χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chelidonic (acid) < χελιδόνιον + κατάλ. ικός. Η φρ., στον λόγιο τ. χελιδονικόν ὀξύ, μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • χελιδόνιο — το / χελιδόνιον, ΝΑ νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια παπαβερίδες τής τάξης παπαβερώδη και περιλαμβάνει το είδος Chelidonium majus, το οποίο περιέχει δηλητηριώδη χυμό με φαρμακευτικές ιδιότητες, κν. χελιδόνι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”