χιονο-θρέμμων

χιονο-θρέμμων

χιονο-θρέμμων, ονος, Schnee nährend, hegend (mit Schnee bedeckt), σκοπιαί Eur. Hel. 1339.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοθρέμμων — θεοθρέμμων, ον (Α) αυτός που τρέφεται από τον θεό, αυτός που συντηρείται από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θρέμμων (< τρέφω), πρβλ. γαλακτο θρέμμων, χιονο θρέμμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”