χιονο-βόλος

χιονο-βόλος

χιονο-βόλος, Schnee werfend, schneiend, ὥρα Plut. reg. apophth. p. 107; – χιονόβολος, mit Schnee beworfen, beschnei't, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευθύβολος — η, ο και ευθυβόλος, ο (ΑΜ εὐθυβόλος και εὐθύβολος, ον) 1. αυτός που χτυπάει κατ ευθείαν, που πετυχαίνει τον στόχο, ο εύστοχος (α. «τὰς εὐθυβόλους ἐλεπόλεις» β. «τόξα εὔστοχα καὶ εὐθυβολώτατα») 2. ο επιτυχής, ο ακριβής («εὐθυβόλους στοχασμούς»,… …   Dictionary of Greek

  • κυαμόβολος — κυαμόβολος, ον (Α) εκλεγμένος με κυαμευτή ψηφοφορία («κυαμόβολος δικαστής», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + βολος (< βάλλω), πρβλ. ανθό βολος, χιονό βολος. Το σύνθ. έχει παθητ. σημ. ως προπαροξύτονο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”