- χιονό-βλητος
χιονό-βλητος, mit Schnee beworfen, beschnei't, κορυφαὶ Ὀλύμπου Ar. Nub. 271.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιονό-βλητος, mit Schnee beworfen, beschnei't, κορυφαὶ Ὀλύμπου Ar. Nub. 271.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίβλητος — ον, ΜΑ 1. (με παθ. σημ.) αυτός που βάλλεται με τη χρήση φωτιάς 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που εκτοξεύει φωτιά («πυρίβλητοι ἀκίδες», Ανθ. Παλ.) αρχ. μτφ. αυτός που έχει πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βλητος (< βάλλω), πρβλ. κεραυνό… … Dictionary of Greek
νεφόβλητος — νεφόβλητος, ον (Α) αυτός που ρίχνεται, που προέρχεται από τα σύννεφα («νεφόβλητος χάλαζα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + βλητος (< βάλλω), πρβλ. χιονό βλητος] … Dictionary of Greek