- χελύνειον
χελύνειον, τό, dim. von χελύνη, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χελύνειον, τό, dim. von χελύνη, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χελύνειον — χελύ̱νειον , χελύνειον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελύνειον — τὸ, Α βλ. χελύνιον … Dictionary of Greek
χελύνιον — και χελύνειον, τὸ, ΜΑ [χελύνη (Ι)] 1. χελύνη, χείλος 2. σαγόνι, κάτω γνάθος 3. κομμάτι, κυρίως το στήθος, από το σφάγιο τής θυσίας 4. ο ουράνιος θόλος … Dictionary of Greek