- χελωνάριον
χελωνάριον, τό, dim. von χελώνη, kleine Schildkröte, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χελωνάριον, τό, dim. von χελώνη, kleine Schildkröte, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χελωνάριον — inferior tortoise shell neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελωνάριον — τὸ, Α 1. όστρακο από μικρή χελώνα 2. κωλυμάτιον*, εξάρτημα μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. στρουθ άριον)] … Dictionary of Greek
χελωναρίου — χελωνάριον inferior tortoise shell neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελωναρίῳ — χελωνάριον inferior tortoise shell neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελωνάρια — χελωνάριον inferior tortoise shell neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)