- χειλάριον
χειλάριον, τό, dim. von χεῖλος, kleine Lippe (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειλάριον, τό, dim. von χεῖλος, kleine Lippe (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειλάριον — τὸ, ΜΑ υποκορ. μικρό χείλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] … Dictionary of Greek