χειμέτλη, ἡ, = χείμετλον, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειμέτλη — ἡ, Α βλ. χιμέτλη … Dictionary of Greek
χιμέτλη — και χιμέθλη και χειμέτλη και χειμέθλη, ἡ, Α χίμετλο, χιονίστρα («εἱλκωμένας χιμέτλας καὶ πυρίκαυτα ἐπαλειφόμενον ὠφελεῖν», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. χίμετλον, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek