- χειμο-θνής
χειμο-θνής, ῆτος, am Winter od. Frost gestorben, erfroren, Luc. Lexiph. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειμο-θνής, ῆτος, am Winter od. Frost gestorben, erfroren, Luc. Lexiph. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιθνής — ἡμιθνής, ὁ (Α) 1. ημιθανής 2. (ως επίθ. για τον ύπνο) αυτός που οδηγεί σε πλήρη αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θνης (< θνήσκω), πρβλ. λιμο θνής, χειμο θνής] … Dictionary of Greek
λιμοθνής — λιμοθνής, ῆτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που πεθαίνει από την πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + θνής (< θνήσκω), πρβλ. ανδρο θνής, χειμο θνής] … Dictionary of Greek
χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek