χειμευτής — ὁ, Μ βλ. χημευτής … Dictionary of Greek
χημευτής — και χυμευτής και χειμευτής, ὁ, Μ ο αλχημιστής, αυτός που προσπαθεί να πετύχει τη μετουσίωση τών μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία /χυμεία, μέσω αμάρτυρου ρ. *χημεύω / *χυμεύω (βλ. και λ. χημεία)] … Dictionary of Greek