- χειμωνόθεν
χειμωνόθεν, adv., aus od. von dem Winter, Arat. 995.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειμωνόθεν, adv., aus od. von dem Winter, Arat. 995.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειμωνόθεν — in a storm indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμωνόθεν — Α (ποιητ. τ.) επίρρ. κατά τη διάρκεια θυελλώδους καιρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειμών, ῶνος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. νοτό θεν, ποντό θεν)] … Dictionary of Greek