- χειρώνειον
χειρώνειον ἕλκος, Zenob. 6, 46, ein bösartiges Geschwür, nach Χείρων benannt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρώνειον ἕλκος, Zenob. 6, 46, ein bösartiges Geschwür, nach Χείρων benannt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρώνειον — τὸ, Α βλ. χειρώνειος … Dictionary of Greek
Χειρώνειον — Χειρώνειος of masc/fem acc sg Χειρώνειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώνειος — ον, Α [Χείρων, ωνος] 1. αυτός που αναφέρεται στον Χείρωνα («χειρώνειον ἕλκος», Αλέξ. Αφρ.) 2. φρ. α) «πάνακες Χειρώνειον» i) το γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία καλλωπιστικό φυτό Inula helenium (Θεόφρ.) ii) είδος τού φυτού υπερικό… … Dictionary of Greek
Χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek