- χειρο-λάβη
χειρο-λάβη, ἡ, = Folgdm, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρο-λάβη, ἡ, = Folgdm, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσολαβή — η 1. (ως άσκηση γυμναστικής) το πιάσιμο τής μέσης με τα δύο χέρια 2. (στο αγώνισμα τής πάλης) λαβή που γίνεται από τον παλαιστή, ο οποίος συσφίγγει με τα δύο χέρια τη μέση τού αντιπάλου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + λαβή (πρβλ. χειρο λαβή)] … Dictionary of Greek