- χειρο-δάϊκτος
χειρο-δάϊκτος, mit der Hand gespalten, getödtet, σφάγια Soph. Ai. 218.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρο-δάϊκτος, mit der Hand gespalten, getödtet, σφάγια Soph. Ai. 218.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιδάικτος — ἡμιδάϊκτος, ον (Α) μισοσκοτωμένος, μισοσφαγμένος, σκοτωμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαϊκτός (< δαΐζω «σκοτώνω»), πρβλ. αυτο δάικτος, χειρο δάικτος] … Dictionary of Greek