- χειρο-δρόπος
χειρο-δρόπος, mit den Händen pflückend, bes. Hülsenfrüchte mit den Händen ausziehend, Nic. Ther. 725, grammatische Erkl. von χέδροποι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρο-δρόπος, mit den Händen pflückend, bes. Hülsenfrüchte mit den Händen ausziehend, Nic. Ther. 725, grammatische Erkl. von χέδροποι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χεδροπά — τα, ΝΑ νεοελλ. βοτ. τα χεδρωπά αρχ. 1. τα ελλοβόκαρπα φυτά και, ειδικότερα, ο καρπός τους, τα όσπρια 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄσπριον τι oἱ δὲ πανσπερμίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το ρωσ. goroch «μπιζέλι» δεν θεωρείται πιθανή,… … Dictionary of Greek