χειρ-ουργός

χειρ-ουργός

χειρ-ουργός, mit der Hand arbeitend, verrichtend, ein Handwerk oder eine Kunst praktisch betreibend, χειρουργὸς τῆς μουσικῆς, γραφικῆς u. vgl., ausübender Künstler in der Musik, Malerei u. s. w., Sp. – Bes. aber ist χειρουργός der mit der Hand wirkende Arzt, der Chirurg, Sp., Pallad. 51 (XI, 280). – In obscönem Sinne D. L. 6, 46.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

  • θερμουργός — ό (Α θερμουργός, όν) αυτός που ενεργεί με θέρμη, χωρίς ψυχραιμία, ο ριψοκίνδυνος. επίρρ... θερμουργώς με θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ουργός (< έργον), πρβλ. αυτ ουργός, δημι ουργός, χειρ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • χειρουργός — ο, η / χειρουργός, όν, ΝΜΑ, και κν. τ. χειρούργος Ν γιατρός που κάνει χειρουργικές επεμβάσεις αρχ. αυτός που ασκεί μια τέχνη, που κατασκευάζει ή διακοσμεί κάτι με τα χέρια του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χειρουργός < χειρ(ο) * + ουργός (< ἔργον*), πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”