- χειρο-πληθής
χειρο-πληθής, ές, die Hände füllend, λίϑος Xen. An. 3, 3,17, κορύνη Theocr. 25, 63, so groß man es mit der Hand fassen kann, Theophr. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρο-πληθής, ές, die Hände füllend, λίϑος Xen. An. 3, 3,17, κορύνη Theocr. 25, 63, so groß man es mit der Hand fassen kann, Theophr. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοπληθής — ές (Α ἰσοπληθής, ές) ίσος ως προς τον αριθμό, ως προς το ποσόν με άλλον, ισάριθμος («καὶ οἱ ἱππεῑς ἦσαν ἑκατέρωθεν ἰσοπληθεῑς», Ξεν.) αρχ. ισομεγέθης, αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάτι («ἰσοπληθεῑς θαλάσσῃ ποταμοί», Πολυδ.). επίρρ... ισοπληθώς… … Dictionary of Greek