χειρο-πόνητος

χειρο-πόνητος

χειρο-πόνητος, mit den Händen gearbeitet, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοπόνητος — θεοπόνητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πόνητος (< πονώ «δουλεύω, κατασκευάζω»), πρβλ. αυτο πόνητος, χειρο πόνητος] …   Dictionary of Greek

  • τριπόνητος — ον, Α φρ. «τριπόνητος ἔρις» άμιλλα μεταξύ τριών εργατριών για τη διεκπεραίωση ενός έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόνητος (< πονῶ «μοχθώ, κοπιάζω»), πρβλ. χειρο πόνητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”