- χειρ-αλγία
χειρ-αλγία, ἡ, Händeschmerz, wie χειράγρα, Io. Chrys.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρ-αλγία, ἡ, Händeschmerz, wie χειράγρα, Io. Chrys.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειραλγία — η, ΝΜΑ ρευματικός πόνος στον καρπό και στα δάχτυλα τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + αλγία*] … Dictionary of Greek