χειριστής

χειριστής

χειριστής, , der unter den Händen hat, handhabt, verwaltet, τοῠ πράγμα τος Pol. 3, 98, 8. 5, 26, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χειριστής — manager masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειριστής — ο, ΝΑ, και τ. θηλ. χειρίστρια Ν [χειρίζω / ομαι] νεοελλ. 1. αυτός που χειρίζεται, επιβλέπει και κατευθύνει τη λειτουργία οργάνου ή μηχανήματος («χειριστής γερανού») 2. τηλεγραφητής 3. παρασκευαστής χημικού εργαστηρίου 4. ναυτ. ναυτικός στην… …   Dictionary of Greek

  • χειριστής — ο 1. αυτός που χειρίζεται κάτι. 2. ο τηλεγραφητής που χειρίζεται το χειριστήριο. 3. ο παρασκευαστής χημικού εργαστηρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειρίστης — χείριστος fem gen sg (attic epic ionic) χείρων mcaner fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρισταί — χειριστής manager masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειριστέα — χειριστής manager masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειριστήν — χειριστής manager masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμεραμαν — ο ο χειριστής κάμερας, χειριστής κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής μηχανής λήψεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cameraman < camera «κάμερα (II)» + man «άνθρωπος»] …   Dictionary of Greek

  • πτήση — Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να …   Dictionary of Greek

  • φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… …   Dictionary of Greek

  • χειριστάς — χειριστά̱ς , χειριστής manager masc acc pl χειριστά̱ς , χειριστής manager masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”