- χειριστότερος
χειριστότερος, = χειρότερος, χείρων, Hippocr., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειριστότερος, = χειρότερος, χείρων, Hippocr., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειριστότερος — έρα, ον, Α χειρότερος, ακόμη πιο κακός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. τ. του χειρότερος, σχηματισμένος < χείριστος (το οποίο εκλαμβάνεται ως επίθ. θετ. βαθμού) + κατάλ. τερος* τού συγκρ. βαθμού] … Dictionary of Greek