- χειρό-δικος
χειρό-δικος, = Vorigem, Nicet., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρό-δικος, = Vorigem, Nicet., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμοδικία — η λογική και ηθική μελέτη τού κόσμου και των νόμων που τόν διέπουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + δικία (< δικος < δίκη), πρβλ. φυγο δικία, χειρο δικία] … Dictionary of Greek