χειρό-κμητος

χειρό-κμητος

χειρό-κμητος, von Menschenhänden gearbeitet, gemacht, eingerichtet; πηγαῖα ὕδατα Arist. meteorol. 2, 1, vgl. 4, 3; παραδείγματα Tim. Locr. 94 e; Strab. 3, 5, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόκμητος — θεόκμητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από θεό, ο επεξεργασμένος απο θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. ανδρό κμητος, χειρό κμητος] …   Dictionary of Greek

  • πυρίκμητος — ον, Α 1. ο κατεργασμένος στη φωτιά, αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με τη χρήση φωτιάς 2. ο παρασκευασμένος στη φωτιά ή ο κομμένος στη φωτιά, πυρίκαυστος («πυρίκμητος χρώς», Νίκ. Θηρ.) 3. (για έδεσμα) μαγειρεμένος στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”