- χιτωνίζω
χιτωνίζω, mit einem Unterkleide bedecken (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιτωνίζω, mit einem Unterkleide bedecken (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιτωνίζω — ΜΑ [χιτών] περιβάλλω με χιτώνα … Dictionary of Greek
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek