- χεσείω
χεσείω, desid. von χέζω, mich scheißert, Drang haben, seine Nothdurft zu verrichten, Ar. Equ. 885 Nubb. 295.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χεσείω, desid. von χέζω, mich scheißert, Drang haben, seine Nothdurft zu verrichten, Ar. Equ. 885 Nubb. 295.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χεσείω — pres subj act 1st sg χεσείω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χεσείω — Α χέζομαι, θέλω να χέσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέζω + κατάλ. σείω τών εφετικών ρημάτων (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
χεσείῃ — χεσείω pres subj mp 2nd sg χεσείω pres ind mp 2nd sg χεσείω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)