- προ-γαργαλίζω
προ-γαργαλίζω, vorher kitzeln, Arist. eth. 7, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-γαργαλίζω, vorher kitzeln, Arist. eth. 7, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προγαργαλίζω — Α 1. γαργαλίζω πρωτύτερα 2. φρ. «προγαργαλίζω έμαυτόν» προετοιμάζομαι για γαργάλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γαργαλίζω «γαργαλώ»] … Dictionary of Greek