- προ-εμπολεύς
προ-εμπολεύς, ὁ, Vorkäufer, B. A. 296.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εμπολεύς, ὁ, Vorkäufer, B. A. 296.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προεμπολεύς — έως, ὁ, Α αυτός που προπωλεί κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμπολεύς «έμπορος»] … Dictionary of Greek