- χαύναξ
χαύναξ, ακος, ὁ, ein Maulaffe, auch ein Aufschneider, Betrüger, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαύναξ, ακος, ὁ, ein Maulaffe, auch ein Aufschneider, Betrüger, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαύναξ — αύνακος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αλαζόνας ή απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το επίθ. χαῦνος με το επίθημα αξ, ακος (πρβλ. γαύρ αξ, φέν αξ)] … Dictionary of Greek
χαυνάκων — χαῦναξ braggart masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek
βώλαξ — βώλαξ, ο (Α) ο βώλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + (επίθημα) αξ* (πρβλ. βώμαξ, λάβραξ, χαύναξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
χαυνολόγος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) χαῡναξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + λόγος*] … Dictionary of Greek
χαυνοποιός — όν, Α (κατά τον Ησύχ.) χαῡναξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + ποιός*] … Dictionary of Greek