- χαυνῶνες
χαυνῶνες, auch χαυνῶες u. χανῶνες geschrieben, Gerstenbrote, -kuchen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαυνῶνες, auch χαυνῶες u. χανῶνες geschrieben, Gerstenbrote, -kuchen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαυών — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Εβραίους) είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. kawwān «πίτες, πλακούντες που προσφέρονταν για θυσία». Ο τ. απαντά και με τις μορφές χαυνῶνες, χαβῶνες, χαμῶνας, οι οποίες αποτελούν διαφορετικές μεταγραφές τού εβρ. τ., αν… … Dictionary of Greek