χαυλι-όδων

χαυλι-όδων

χαυλι-όδων, -όδοντος, ὁ, ἡ, mit hervorstehenden od. Hauzähnen; κάπρος Hes. Sc. 387; sp. D., wie χαυλιόδοντα γένεϑλα Opp. Cyn. 2, 6; ὀδόντες χαυλιόδοντες Her. 2, 86; Arist. part. an. 2, 9. – Als subst. ὁ χαυλ., der vorstehende Zahn; τετράπουν, χαυλιόδοντας φαῖνον heißt der Hippopotamus Her. 2, 71; Opp. Cyn. 2, 492; Arist. H. A. 2, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαυλιόδους — οντος, ο / χαυλιόδους, ουν, ΝΜΑ, και χαυλιόδοντας Ν το αρσ. ως ουσ. ονομασία για τα δόντια μερικών θηλαστικών, όπως είναι οι κοπτήρες τού ελέφαντα και οι κυνόδοντες τού οδοβαίνου ή τών αγριοχοίρων, τα οποία έχουν μεγάλο μέγεθος, αλλά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”