χαυνότης

χαυνότης

χαυνότης, ητος, ἡ, Schlaffheit, lockeres, loses Wesen; von der Erde Xen. oec. 19, 11; – übertr., Nachlässigkeit, Liederlichkeit, auch Thorheit, Stolz, Aufgeblasenheit; οὐ δυνάμενον χαυνότητα ἀνοήτου ψυχῆς ἀπαλλάττειν Plat. Theaet. 175 b; Arist. eth. 2, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαυνότης — porousness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυνότητα — χαυνότης porousness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυνότητας — χαυνότης porousness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυνότητι — χαυνότης porousness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυνότητος — χαυνότης porousness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυνότητα — η / χαυνότης, ητος, ΝΜΑ [χαῡνος] η ιδιότητα τού χαύνου, νωθρότητα, μαλθακότητα αρχ. 1. το να έχει κάτι πορώδη, σπογγώδη υφή, να έχει αραιή σύσταση, να μην είναι συνεκτικό, να είναι μαλακό (α. «γῆ ὑπὸ χαυνότητος εὔθρυπτος», Πλούτ. β. «τὰ φυτὰ… …   Dictionary of Greek

  • ραστώνη — η, / ῥᾳστώνη, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥῃστώνη Α 1. νωθρότητα, νωχέλεια, αδράνεια (α. «πρέπει να βάλετε τα δυνατά σας, γιατί πέρασε η περίοδος τής ραστώνης» β. «ἡ καθ ἡμέραν ῥᾳστώνη καὶ ῥαθυμία», Δημοσθ.) 2. ραθυμία, μαλθακότητα, αποχαύνωση (α. «ῥᾳστώνη… …   Dictionary of Greek

  • ՅՈՒԼՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0374 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c գ. ՅՈՒԼՈՒԹԻՒՆ կամ ՅՈՒՂՈՒԹԻՒՆ. ῤᾳθυμία, ἁμελεία desidia, segnities, ignavia, vecordia, negligentia χαυνότης mollities եւն. Յոյլ գոլն, եւ յուլանալն. դանդաղութիւն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”