- χαυνωτικός
χαυνωτικός, zum Schlaff- od. Lockermachen, Erweichen, Aufblähen gehörig, geschickt, σαρκός, Plut. amator. g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαυνωτικός, zum Schlaff- od. Lockermachen, Erweichen, Aufblähen gehörig, geschickt, σαρκός, Plut. amator. g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαυνωτικός — ή, ό / χαυνωτικός, ή, όν, ΝΑ [χαυνῶ, ώνω] νεοελλ. αυτός που προξενεί χαύνωση αρχ. αυτός που επιφέρει πλαδαρότητα. επίρρ... χαυνωτικά και λόγιος τ. χαυνωτικώς Ν με χαυνωτικό τρόπο … Dictionary of Greek
χαυνωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προξενεί χαύνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαυνωτικόν — χαυνωτικός apt to make loose masc acc sg χαυνωτικός apt to make loose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)