χαρώνειος

χαρώνειος

χαρώνειος, s. N. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαρώνιος — α, ο / χαρώνιος, ον, ΝΜΑ, και χαρώνειος, ον, ΜΑ, και τ. πληθ. ουδ. χαρωνήϊα Α [Χάρων, ωνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Χάρωνα, τον πορθμέα τού Άδη αρχ. φρ. 1. «χαρώνειος θύρα» ή, απλώς, «τὸ χαρώνειον» πόρτα μέσω τής οποίας κατέβαιναν οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”