- χαράδρειον
χαράδρειον, τό, poet. statt χαράδρα, Nic. Ther. 389.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαράδρειον, τό, poet. statt χαράδρα, Nic. Ther. 389.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαράδρειον — τὸ, Α (ποιητ. τ.) βλ. χαράδριον … Dictionary of Greek
χαράδρεια — χαράδρειον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδριον — (I) και ποιητ. τ. χαράδρειον, τὸ, Α [χαράδρα] υποκορ. τού χαράδρα. (II) τὸ, Μ βλ. χαλάδριον … Dictionary of Greek