χαρο-ποιός

χαρο-ποιός

χαρο-ποιός, Freude machend, erfreuend, ϑυσίαι Eur. Hec. 917 u. Χάριτες Phoen. 800 f. L. statt χοροποιός, nach Pors.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χάρος — Μεγάλη ύφαλος στο βόρειο Αιγαίο, 10 μίλια από τις ακτές της Λήμνου. Είναι πολύ επικίνδυνη για τα πλοία γιατί σε πολλά σημεία το νερό φτάνει μόλις τις τρεις οργυιές. * * * ο, Ν 1. ο θάνατος και, ιδίως, η προσωποποίηση τού θανάτου, ο χάροντας («για …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”