χαρμονή

χαρμονή

χαρμονή, ἡ, = χαρμοσύνη, Freude, Lust, Wonne; Soph. Ai. 556; πῶς τέρψιν παλαιᾶς λάβω χαρμονᾶς Eur. Phoen. 321; u. plur., χαρμοναὶ δακρύων ἔδοσαν ἐκβολάς Herc. fur. 742, vgl. 384 Ion 1379; in Prosa einzeln, ὃν βίον ἄλυπόν τε καὶ ἄνευ χαρμονῶν ἔφαμεν εἶναι Plat. Phil. 43 c, Xen. Cyr. 1, 4, 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαρμονῇ — χαρμονή joy fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμονή — joy fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμονή — η, ΝΜΑ χαρμοσύνη αρχ. καθετί που προκαλεί χαρά, το χάρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ τού χαίρω* + κατάλ. μονή (πρβλ. πημονή: πῆμα, φλεγμονή: φλέγμα). Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί κατ αναλογία προς το ἡδονή] …   Dictionary of Greek

  • χαρμονή — η βλ. χαρμοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρμοναῖς — χαρμονή joy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμοναῖσιν — χαρμονή joy fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμοναί — χαρμονή joy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμονᾶν — χαρμονή joy fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμονῆς — χαρμονή joy fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμονήν — χαρμονή joy fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμονῶν — χαρμονή joy fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”