προ-κύπτω

προ-κύπτω

προ-κύπτω, sich vorwärts od. vornüber bücken, beugen, neigen; ἄρτι προκύπτω ἔξω τείχους, Ar. Av. 496, hervorragen, -gucken; προκύψας εἰς τὸ ἐμφανέστερον, Luc. Conviv. 37; γλῶσσα προκύπτει, Alex. 12; komisch bei Plut. Symp. 2, 1 προκύπτειν τῆς πόλεως von einem Bucklichen, statt προεστάναι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προκύπτω — ΝΜΑ σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ. β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων) νεοελλ. 1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά») 2. (ως τριτοπρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”