χαρμοσύνη

χαρμοσύνη

χαρμοσύνη, , Freude, Lust, Vergnügen; Orph. H. 59, 4; Plut. non posse 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαρμοσύνη — χαρμοσύνη, η και χαρμονή, η χαρά, ευφροσύνη, χάρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρμοσύνη — η, ΝΜΑ χαρά, ευφροσύνη («στρέψω τὸ πένθος αὐτῶν εἰς χαρμοσύνην», ΠΔ) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «χαρμοσύνη ὀνομασία». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ τού χαίρω* + κατάλ. σύνη*, μέσω ενός τ. *χάρμων (πρβλ. μνημοσύνη: μνήμων)] …   Dictionary of Greek

  • χαρμοσύνη — χαρμόσυνος joyful fem nom/voc sg (attic epic ionic) χαρμοσύνη joyfulness fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμοσύνῃ — χαρμόσυνος joyful fem dat sg (attic epic ionic) χαρμοσύνη joyfulness fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμοσυνῶν — χαρμοσύνη joyfulness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… …   Dictionary of Greek

  • χαρμόσυνος — η, ο / χαρμόσυνος, ύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ αυτός που ενέχει ή που προκαλεί χαρά (α. «χαρμόσυνη είδηση» β. «κροτεῑν λαμπρὸν καὶ χαρμόσυνον», Γρηγ Ναζ.) αρχ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρμόσυνα (ενν. ἱερά) γιορτή χαράς νεοελλ. το αρσ. ως …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • χαρμοσύνας — χαρμοσύνᾱς , χαρμόσυνος joyful fem acc pl χαρμοσύνᾱς , χαρμόσυνος joyful fem gen sg (doric aeolic) χαρμοσύνᾱς , χαρμοσύνη joyfulness fem acc pl χαρμοσύνᾱς , χαρμοσύνη joyfulness fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • радование — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. χαρμοσύνη) радость, роскошь, удовольствие.  … …   Словарь церковнославянского языка

  • ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”