- χαραδρήεις
χαραδρήεις, ήεσσα, ῆεν, = χαραδραῖος, Δελφίς Nonn. D. 9, 251.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαραδρήεις, ήεσσα, ῆεν, = χαραδραῖος, Δελφίς Nonn. D. 9, 251.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαραδρήεις — εσσα, ήεν, ΜΑ (για τόπο) γεμάτος χαράδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαράδρα + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις)] … Dictionary of Greek
χαραδρήεντα — χαραδρήεις full of gullies neut nom/voc/acc pl χαραδρήεις full of gullies masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραδρήεντι — χαραδρήεις full of gullies masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραδρήεντος — χαραδρήεις full of gullies masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραδρήεσσαν — χαραδρήεις full of gullies fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)