χαρακτηρίζω

χαρακτηρίζω

χαρακτηρίζω, mit einem Stempel, Gepräge, Kennzeichen od. Merkmal versehen. – Uebertr., schildern, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαρακτηρίζω — engrave pres subj act 1st sg χαρακτηρίζω engrave pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηρίζω — χαρακτηρίζω, χαρακτήρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαρακτηρίζω — ΝΜΑ [χαρακτήρ, ῆρος] προσδιορίζω τη βασική, ουσιώδη ιδιότητα ενός προσώπου ή πράγματος, η οποία αποτελεί και το διακριτικό του γνώρισμα έναντι τών άλλων (α. «αυτό που τόν χαρακτηρίζει είναι η ειλικρίνεια» β. «μάλιστα δὲ χαρακτηρίζει τὸν… …   Dictionary of Greek

  • χαρακτηρίζω — χαρακτήρισα, χαρακτηρίστηκα, χαρακτηρισμένος 1. αποδίδω σ’ ένα πρόσωπο ή πράγμα το χαρακτηριστικό του γνώρισμα: Τον χαρακτηρίζει μεγάλη δειλία. 2. τοποθετώ κάποιον ή κάτι σε κάποια κατηγορία: Η πράξη σου αυτή χαρακτηρίστηκε ως πλημμέλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρακτηρίσει — χαρακτηρίζω engrave aor subj act 3rd sg (epic) χαρακτηρίζω engrave fut ind mid 2nd sg χαρακτηρίζω engrave fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηρίσουσι — χαρακτηρίζω engrave aor subj act 3rd pl (epic) χαρακτηρίζω engrave fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χαρακτηρίζω engrave fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηρίσω — χαρακτηρίζω engrave aor subj act 1st sg χαρακτηρίζω engrave fut ind act 1st sg χαρακτηρίζω engrave aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηρίσῃ — χαρακτηρίζω engrave aor subj mid 2nd sg χαρακτηρίζω engrave aor subj act 3rd sg χαρακτηρίζω engrave fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχαρακτηρισμένον — χαρακτηρίζω engrave perf part mp masc acc sg χαρακτηρίζω engrave perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχαρακτηρισμένων — χαρακτηρίζω engrave perf part mp fem gen pl χαρακτηρίζω engrave perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχαρακτήρικε — χαρακτηρίζω engrave perf imperat act 2nd sg χαρακτηρίζω engrave perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”