χαριεντισμός

χαριεντισμός

χαριεντισμός, , seines od. artiges Benehmen, bes. das Scherzen, witzige Reden; Plat. Theaet. 168 d; καὶ εὐτραπελία Rep. VIII, 563 a; Sp., wie Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαριεντισμός — wit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριεντισμός — ο, ΝΜΑ [χαριεντίζομαι] 1. πρόσχαρη συμπεριφορά 2. ερωτοτροπία …   Dictionary of Greek

  • χαριεντισμοῖς — χαριεντισμός wit masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριεντισμοῦ — χαριεντισμός wit masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριεντισμῷ — χαριεντισμός wit masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριεντισμόν — χαριεντισμός wit masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • carientismo — (Del lat. charientismus < gr. kharientismos, chiste, broma < kharieis, gracioso.) ► sustantivo masculino RETÓRICA Figura retórica que consiste en disfrazar con ingenio la ironía o la burla. * * * carientismo (del lat. «charientismos», del… …   Enciclopedia Universal

  • μετριασμός — ο (Α μετριασμός) [μετριάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετριάζω η ελάττωση τής οξύτητας ή τής έντασης, περιστολή, περιορισμός («μετριασμός τής ποινής») νεοελλ. μτφ. ανακούφιση, καταπράυνση, άμβλυνση αρχ. χαριεντισμός, αστειότητα, χωρατό …   Dictionary of Greek

  • παιδιά — η (ΑΜ παιδιά) [παις, παιδός] 1. παιχνίδι, ιδίως ομαδικό και κατάλληλα οργανωμένο («παιδιαὶ μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί», Αριστοτ.) 2. χαριεντισμός, αστειότητα, πείραγμα («τὸν ἐν γέλωτι καὶ ἀκράτῳ καὶ σκώμμασι καὶ παιδιαῑς ἔλεγχον», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

  • χαριτία — ἡ, Α [χάρις, ιτος] χαριεντισμός, πείραγμα …   Dictionary of Greek

  • ԽՆԴԱՄՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0952 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 8c, 11c գ. εὑθυμία alacritas, hilaritas φιλοφρόνησις, χαριεντισμός comitas, urbanitas. Խնդամիտն գոլ. խնդամտիլն. խնդութիւն մտաց. ուրախութիւն սրտի. խրախութիւն. հրճուանք. զուարթութիւն. եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”