- χαριτο-δότης
χαριτο-δότης, ὁ, = χαριδότης, Plut. sept. sap. conv. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαριτο-δότης, ὁ, = χαριδότης, Plut. sept. sap. conv. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek