- χαριτόεις
χαριτόεις, εσσα, εν, = χαρίεις, Anacr. bei Dind. Gramm. gr. I p. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαριτόεις, εσσα, εν, = χαρίεις, Anacr. bei Dind. Gramm. gr. I p. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαριτόεις — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριτόεις — εσσα, εν, και ιων. τ. ουδ. χαριτεῡν Α χαρίεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
χαριτόεσσα — χαριτόεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek