- προ-κόσμημα
προ-κόσμημα, τό, vorn angebrachter Putz, Sp., wie Longin. 43, 3, D. L. prooem., u. Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κόσμημα, τό, vorn angebrachter Putz, Sp., wie Longin. 43, 3, D. L. prooem., u. Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προστηθίδιος — ον, Α 1. ο πρόστερνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προστηθίδιον κόσμημα τού στήθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στῆθος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. προ μετωπίδιος)] … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
προκόσμιος — ον, Α 1. αυτός που υπήρχε πριν από την κτίση τού κόσμου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προκόσμιον (σχετικά με άλογο) διακοσμητική ταινία, κόσμημα μετώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κόσμος + επίθημα ιος] … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek